ἀπισχυριζομένων

ἀπισχυριζομένων
ἀπισχυρίζομαι
oppose firmly
pres part mp fem gen pl
ἀπισχυρίζομαι
oppose firmly
pres part mp masc/neut gen pl
ἀπισχῡριζομένων , ἀπισχυρίζομαι
oppose firmly
pres part mp fem gen pl
ἀπισχῡριζομένων , ἀπισχυρίζομαι
oppose firmly
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισχυρίζομαι — ἐπισχυρίζομαι (Α) (αμφίβ. γραφ.) επιμένω στη γνώμη μου, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι («τῶν δὲ οὐκ ἀκολουθήσειν ἐπισχυριζομένων», Αρρ.) διαφ. γραφή ἀπισχυριζομένων* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”